- πρωτεϊνόγραμμα
- το, Νιατρ. το πρωτεϊνογράφημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proteinogram < protein (βλ. πρωτεΐνη) + -gram (< γράμμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτεϊνογράφημα — το, Ν ιατρ. γραφική παράσταση που αποδίδει τις ταχύτητες καθίζησης και τα επίπεδα τών πρωτεϊνών στον ορό τού αίματος, ύστερα από ηλεκτροφορητική κλασματοποίηση επί χάρτου και χρώση τών πρωτεϊνών με ειδικό αντιδραστήριο, αλλ. πρωτεϊνόγραμμα … Dictionary of Greek